κατασκοπία

κατασκοπία
Δραστηριότητα μυστικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την πολεμική ετοιμότητα κρατών, των οποίων οι σχέσεις είναι ή εκτιμάται ότι θα γίνουν εχθρικές. Η δραστηριότητα αυτή, για την οποία αρχικά ήταν υπεύθυνα τα υπουργεία Άμυνας και οι στρατιωτικές υπηρεσίες, αποβλέπει στη συγκέντρωση, στη λεπτομερή εξέταση και στην αξιολόγηση των πληροφοριών που αφορούν τόσο τη στρατιωτική προπαρασκευή του θεωρούμενου εχθρικού κράτους όσο και την παρούσα και τη μελλοντική κατάστασή του (όσο είναι δυνατόν να προβλεφθεί) στον βιομηχανικό, γεωργικό, οικονομικό, πολιτικό τομέα κ.α. Η κ. είναι μέρος μιας γενικότερης κρατικής δραστηριότητας που αφορά τη συλλογή κάθε είδους πληροφοριών, που σχετίζονται με την άμυνα, τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, καθώς και με τις οικονομικές δραστηριότητες. Οι πρώτες νύξεις για κ. βρίσκονται σε αιγυπτιακά κείμενα· εκτενέστερες πληροφορίες αναφέρονται από ιστορικούς και αρχηγούς των στρατών της κλασικής εποχής και της αμέσως μεταγενέστερης. Επισήμως η κ. θεωρείται παράνομη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, παρ’ όλα αυτά ασκείται οργανωμένα σχεδόν από όλα τα μεγάλα κράτη, τα οποία διαθέτουν, για τον σκοπό αυτό, μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών που τελειοποιούνται συνεχώς, ιδίως από το δεύτερο μισό του 19ου αι., φτάνοντας σε υψηλότατα επίπεδα αποτελεσματικότητας μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και ιδίως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου. Καθεμία από αυτές χρησιμοποιεί ένα δίκτυο πρακτόρων, οι οποίοι σήμερα, χάρη στην αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας, διαθέτουν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά μέσα για την αναζήτηση και τη μετάδοση των πληροφοριών. Για να προλαμβάνουν ή και να παρακωλύουν την κ. από μέρους των άλλων κρατών, τα κράτη οργανώνουν και συντηρούν ειδικές υπηρεσίες αντικατασκοπίας. Η πλειονότητα των υπηρεσιών κ. και αντικατασκοπίας λειτουργούν στη βάση των προτύπων οργάνωσης των μεγαλύτερων από αυτές, οι οποίες είναι: στις ΗΠΑ η γνωστή CIA (Central Intelligence Agency), στη Μεγάλη Βρετανία η Ιntelligence Service ΜΙ6 και η υπηρεσία Ασφαλείας ή ΜΙ5 (αντικατασκοπία), ενώ στην πρώην Σοβιετική Ένωση περιβόητη ήταν η KGB, η οποία μετά τη διάλυσή της, το 1991, περιήλθε στον έλεγχο της ρωσικής κυβέρνησης και περιορίστηκε σε καθήκοντα αντικατασκοπίας και εθνικής ασφάλειας. Μια άλλη μορφή κ., η οποία αναπτύσσεται έντονα μάλιστα τα τελευταία χρόνια, αφορά τη βιομηχανία και γενικότερα την οικονομία και αποβλέπει στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τους νέους τύπους προϊόντων και τις νέες τεχνολογίες που αναπτύσσει κάθε κλάδος ή συγκεκριμένη εταιρεία. Οι υπηρεσίες κατασκοπίας και αντικατασκοπίας αξιοποιούν την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας για την αναζήτηση, τη συλλογή και τη μετάδοση των πληροφοριών? στη φωτογραφία, ραντάρ που χρησιμοποιούνται για ηλεκτρονική κατασκοπία (φωτ. ΑΠΕ). Το κτίριο της Intelligence Service (ΜΙ6) στις όχθες του Τάμεση στο Λονδίνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η
βλ. κατασκοπεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασκοπία — η κατασκόπευση, χαφιεδισμός, συλλογή πληροφοριών που αναφέρονται στα κρατικά μυστικά μιας χώρας: Τον συνέλαβαν για κατασκοπία και τον έκλεισαν στις φυλακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκοπίας — κατασκοπίᾱς , κατασκοπία fem acc pl κατασκοπίᾱς , κατασκοπία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεία — η (Α κατασκοπία) νεοελλ. 1. η με μυστικούς πράκτορες συλλογή πληροφοριών για απόρρητα στοιχεία ενός άλλου κράτους 2. η ειδική υπηρεσία που εκτελεί το έργο αυτό 3. κοίταγμα στα κρυφά, μυστική παρακολούθηση 4. φρ. «βιομηχανική κατασκοπεία» η μέσω… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκοπεύω — κατασκόπευσα, κατασκοπεύτηκα, κατασκοπευμένος, παρακολουθώ και εξετάζω χωρίς να γίνω αντιληπτός, ενεργώ κατασκοπία σε βάρος ξένης χώρας: Αποδείχτηκε ότι κατασκόπευε τις ένοπλες δυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”